Του Δημήτρη Καζάκη
Εποχή Φράνκο αναβιώνει στην Καταλονία. Η ισπανική εθνοφυλακή εισέβαλε σε κυβερνητικά κτίρια συνέλαβε αξιωματούχους και κατάσχεσε ψηφοδέλτια για το δημοψήφισμα ανεξαρτησίας, πού είχε προκηρυχθεί για την 1η Οκτωβρίου. Ανήμερα του δημοψηφίσματος, η εθνοφυλακή κατέλαβε με τη βία πολλά εκλογικά τμήματα και κατάσχεσε τις κάλπες. Την ίδια ώρα χρησιμοποίησε έως και πλαστικές σφαίρες προκειμένου να αντιμετωπίσει τους διαδηλωτές. Πάνω από 800 αναφέρονται τα θύματα της καταστολής.
Η Guardia Civil, που η κυβέρνηση Ραχόι ξαμόλησε εναντίον των Καταλανών, δεν είναι ένα απλό σώμα αστυνομικής καταστολής. Στην πραγματικότητα είναι ένα παραστρατιωτικό σώμα. Είναι η παλαιότερη υπηρεσία επιβολής του νόμου στην Ισπανία και συνδέεται ιστορικά με την προστασία του θρόνου και της μοναρχίας. Πρόκειται επί της ουσίας για στρατιωτική δύναμη επιφορτισμένη με αστυνομικά καθήκοντα υπό την εξουσία τόσο του Υπουργείου Εσωτερικών όσο και του Υπουργείου Άμυνας.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Φράνκο το σώμα αυτό διακρίθηκε ως σύμβολο της φασιστικής καταστολής του καθεστώτος. Η Βαρκελώνη και η Καταλονία γενικότερα γεύτηκε ιδιαίτερα τη δράση αυτού του σώματος επί Φράνκο, όπου το φασιστικό καθεστώς επέβαλε αιματηρές μαζικές εκκαθαρίσεις προκειμένου να κατασταλεί το δημοκρατικό φρόνημα, αλλά και το εθνικό συναίσθημα των Καταλανών.
Μετά τη λεγόμενη «μετάβαση στη δημοκρατία» το 1978, το σώμα αυτό αναδιοργανώθηκε και διατηρήθηκε ως πραιτοριανοί της κεντρικής κυβέρνησης. Δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν άλλο θεσμό εκτός κυβέρνησης, ούτε ελέγχεται από κανέναν άλλο, εκτός από τα υπουργεία άμυνας και εσωτερικών. Η δράση του, αλλά και η συγκρότησή του είναι απόρρητα ακόμη και από την επίσημη βουλή της Ισπανίας.
Το ποιόν αυτού του παραστρατιωτικού σώματος γίνεται φανερό αν θυμηθεί κανείς ότι στις 23 Φεβρουαρίου 1981, ο Antonio Tejero Molina, συνταγματάρχης της Guardia Civil, ηγήθηκε στο αποτυχημένο πραξικόπημα εκείνης της εποχής. Μαζί με 200 μέλη της Guardia Civil, κατέλαβε το κτήριο των Cortes (ισπανική βουλή) σε ζωντανή μετάδοσή από την Ισπανική τηλεόραση. Το πραξικόπημα υποτίθεται ότι κατέρρευσε εντός λίγων ωρών ύστερα από τηλεοπτικό διάγγελμα του βασιλιά Juan Carlos, ο οποίος εμφανίστηκε να καταγγέλλει ρητά το πραξικόπημα.
Ήταν το απαραίτητο προοίμιο έτσι ώστε η Ισπανία να προσχωρήσει στην τότε ΕΟΚ την 1η Ιανουαρίου 1986 μαζί με την Πορτογαλία. Η ΕΟΚ τότε έγινε η «Ευρώπη των Δώδεκα» και άρχισε να ετοιμάζεται για ΟΝΕ. Η διαδικασία προσχώρησης της Πορτογαλίας και της Ισπανίας ήταν πιο μακρά και δύσκολη από αυτή της Ελλάδας όχι μόνο λόγω των σημαντικών οικονομικών συμφερόντων και της βαρύτητας της ισπανικής οικονομίας, αλλά και των κοινωνικών αντιστάσεων. Χάρις στην επιχείρηση του πραξικοπήματος από την Guardia Civil, η Ισπανία τέθηκε σε τροχιά ένταξης προκειμένου να «προστατευτεί η δημοκρατία» εντός της ΕΟΚ.
Από τότε ο πολιτικός ρόλος της Guardia Civil έχει αλλάξει ελάχιστα επί της ουσίας. Ανάμεσα στις αρμοδιότητές του είναι επιβολή του νόμου σε ολόκληρη την ισπανική επικράτεια, εξαιρουμένων των πόλεων άνω των 20.000 κατοίκων. Τώρα πώς γίνεται και επενέβη στην Βαρκελώνη και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα της Καταλονίας, ρωτήστε τον κ. Ραχόι. Ταυτόχρονα διαθέτει μονάδα υψηλού κινδύνου και ειδικών αποστολών (UEI), που αναλαμβάνει ειδικές αποστολές όχι μόνο εντός Ισπανίας, αλλά και εκτός στα πλαίσια στρατιωτικών αποστολών στο εξωτερικό υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ, αλλά και χωρίς.
Η κυβέρνηση Ραχόι είχε προειδοποιήσει τους Καταλανούς ότι δεν θα επιτρέψει το δημοψήφισμα. Έβαλε μάλιστα το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας να το κηρύξει παράνομο με βάση το Σύνταγμα του 1978 και προετοίμασε την καταστολή με τα μέσα και τον τρόπο που εφαρμοζόταν πάντα στην Ισπανία. Ειδικά όταν η κεντρική εξουσία αντιμετώπιζε τις εθνικές διεκδικήσεις της Καταλονίας, της Βασκίας, της Γαλικίας.
«Σταματήστε αυτή την κλιμάκωση του ριζοσπαστισμού και της ανυπακοής για πάντα», ανέφερε ο Ραχόι σε τηλεοπτική δήλωση την Τετάρτη 20/9 καθώς οι διαδηλωτές στην Καταλονία απαντούσαν με τεράστιες σε όγκο διαδηλώσεις στην επέμβαση της εθνοφυλακής. Ριζοσπαστισμός και ανυπακοή; Ο Ραχόι μίλησε ως τυπικός εκπρόσωπος του κατακτητή της Καταλονίας.
Επιβεβαίωσε δηλαδή με τα λόγια και έργα του ότι η Καταλονία θεωρείται κτήση του Ισπανικού στέμματος, του Ισπανικού κράτους. Κι έτσι αντιμετωπίζεται.
Έχει το δικαίωμα η Καταλονία να προχωρήσει σε δημοψήφισμα προκειμένου να αποφασίσει ελεύθερα ο λαός της για το αν θα αποσπαστεί από την Ισπανία ή όχι; Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ισπανίας, όχι, το οποίο καθορίζει ότι η Ισπανία είναι αδιαίρετη. Έστω κι αν αναγνωρίζει στην Καταλονία, αλλά και σε άλλες εθνικές περιοχές της Ισπανίας το καθεστώς της «αυτονομίας».
Το 1979 ιδρύεται η αυτόνομη κοινότητα της Καταλονίας. Το 2006, η Καταλονία αναγνωρίστηκε επίσημα ως «έθνος» και έλαβε το ίδιο επίπεδο φορολογικής ευθύνης με την ισπανική κεντρική κυβέρνηση. Χαράς ευαγγέλια για την πολιτική και οικονομική ελίτ της Καταλονίας, η οποία έτσι αποκτούσε ειδικά προνόμια έναντι του πληθυσμού της Καταλονίας.
Όμως, το συνταγματικό δικαστήριο της Ισπανίας περιόρισε σημαντικά μέρη αυτού του καθεστώτος αυτονομίας το 2010, προκειμένου να ενισχυθεί ο δημοσιονομικός ρόλος της κεντρικής κυβέρνησης για να προχωρήσει στη διάσωση των τραπεζών και του ευρώ. Πώς αλλιώς θα μπορούσε η κεντρική κυβέρνηση να επιβάλλει το καθεστώς μνημονίων από την Ευρωζώνη, χωρίς να μπορεί η Καταλονία να αρνηθεί την εφαρμογή των δημοσιονομικών μέτρων άγριας λιτότητας υπέρ των τραπεζών;
Έτσι το συνταγματικό δικαστήριο υποβάθμισε τους Καταλανούς από «έθνος» σε «εθνότητα» και επομένως η Καταλονία δεν συνιστούσε, από μόνη της, «έθνος».
Έχουν σημασία όλα αυτά; Και βέβαια έχουν. Πρώτα-πρώτα το ίδιο το επίσημο κράτος της Ισπανίας έχει αναγνωρίσει τους Καταλανούς ως συγκροτημένο έθνος ή εθνικότητα. Του έχει αναγνωρίσει το δικαίωμα στην «αυτονομία», αλλά όχι στην εθνική αυτοδιάθεση, που συμπεριλαμβάνει και το δικαίωμα στην απόσχιση. Γιατί; Διότι θεωρεί ότι οι Καταλανοί είναι κατακτημένο έθνος από τους Ισπανούς κι επομένως δεν έχουν δικαίωμα εθνικής αυτοδιάθεσης.
Αυτό στην ουσία επικαλείται και η κυβέρνηση Ραχόι. Το ιστορικό δικαίωμα της κατάκτησης ενός συγκροτημένου έθνους ή εθνότητας, το οποίο κατάγεται από την εποχή της επιβολής της απόλυτης μοναρχίας στην Ιβηρική χερσόνησο τον 12ο αιώνα. Να γιατί διατηρείται ακόμη και σήμερα ο θρόνος και ο βασιλιάς στην Ισπανία ως εκπρόσωπος της ενότητας του έθνους. Το γεγονός ότι το ιστορικό δικαίωμα αυτό έχει αποκτήσει και συνταγματική κατοχύρωση με το Σύνταγμα του 1978, δεν αλλάζει επί της ουσίας τίποτε απολύτως.
Αν λοιπόν έχει δίκιο η κυβέρνηση της Μαδρίτης, τότε γιατί είχε άδικο η αυτοκρατορική κυβέρνηση της Αυστρο-Ουγγαρίας όταν αρνιόταν το δικαίωμα εθνικής αυτοδιάθεσης στις εθνότητες και τα έθνη υπό την κυριαρχία της; Μιλάμε για την Αυστρο-Ουγγαρία γιατί είχε κι αυτή αναγνωρίσει καθεστώς «αυτονομίας» στις εθνότητες και τα έθνη της αυτοκρατορίας της.
Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για όλες τις αυτοκρατορίες του μεσοπολέμου, όπου, ακόμη και η Κοινωνία των Εθνών, αναγνώρισε το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης στα συγκροτημένα έθνη και εθνότητες προκειμένου να συγκροτήσουν τα δικά τους κράτη. Όπως επίσης το ίδιο ισχύει και για τις αποικιακές αυτοκρατορίες μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Τι ήταν αυτό που οδήγησε στην αναγνώριση του δικαιώματος της εθνικής αυτοδιάθεσης εθνών, εθνοτήτων και λαών με τη συγκρότηση δικών τους κρατών, ακόμη κι αν οι μητροπόλεις τους είχαν αναγνωρίσει καθεστώς «αυτονομίας» ή home rule;
Καταρχάς, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ορισμένες έννοιες. Τι είναι αυτό το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης, το οποίο μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο απέκτησε καθεστώς jus cogens στο διεθνές δίκαιο ως αφετηρία όλων των άλλων ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Η αυτοδιάθεση των λαών συνεπάγεται το δικαίωμα μονομερώς για αλλαγή του καθεστώτος μιας επικράτειας μέσω μιας πράξης βούλησης του πληθυσμού ολόκληρης αυτής της επικράτειας.
Με αυτό τον τρόπο, η αυτοδιάθεση των λαών διαφέρει από το δικαίωμα ενός πληθυσμού να συν-καθορίσει το μέλλον ενός τμήματος της επικράτειας μέσω ενός δημοψηφίσματος που σημειώθηκε παραπάνω. Αυτός ο τελευταίος τύπος «αυτοδιάθεσης» είναι επικουρικός σε μια απόφαση των κρατών να πραγματοποιήσουν αλλαγές επί της επικράτειας. Ένας πληθυσμός απορρίπτει ή επικυρώνει την απόφαση των εμπλεκόμενων κρατών. Η αυτοδιάθεση των λαών, από την άλλη πλευρά, είναι ένα πρωτότυπο, πρωτογενές δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται στον «λαό». Το αν το εμπλεκόμενο κράτος ευνοεί κάθε είδους τέτοια εδαφική αλλαγή είναι ασήμαντο, είναι εντελώς δευτερεύον. Η ελεύθερη άσκηση της θέλησης του «λαού» όπως αυτός ορίστηκε είναι αποφασιστική και ως δικαίωμα αναπαλλοτρίωτη.
Επομένως το δικαίωμα αυτοδιάθεσης είναι «…το δικαίωμα να αποφασίζει για την πολιτική του κατάσταση ένας λαός και τη θέση του στη διεθνή κοινότητα σε σχέση με άλλα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος της απόσχισης από την υπάρχουσα κατάσταση της οποίας η ομάδα είναι ένα μέρος και της δημιουργίας ενός νέου ανεξάρτητου κράτους.» Έτσι όρισε το δικαίωμα η UNESCO το 1998.(1)
Στον πυρήνα της, η αυτοδιάθεση σημαίνει απλώς ότι οι άνθρωποι, ατομικά και ως ομάδες, θα πρέπει να ελέγχουν τις δικές τους τύχες και ότι θα πρέπει οι ίδιοι να αποφασίζουν ελεύθερα τους θεσμούς της δικής τους διακυβέρνησης. Η αυτοδιάθεση έχει τις ρίζες της και εξακολουθεί να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κεντρική έννοια της δημοκρατίας, που σημαίνει ότι κάθε «λαός» έχει το δικαίωμα να επιλέγει το ποιος θέλει να τον κυβερνά και να συμμετέχει άμεσα στη λήψη αποφάσεων. Με αυτή την έννοια, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης είναι ταυτόχρονα δικαίωμα επιλογής και δικαίωμα συμμετοχής. Αλλά η άσκηση αυτοδιάθεσης μπορεί επίσης να περιλαμβάνει την επιλογή ενός λαού να κυβερνάται από τους ηγέτες της δικής του κοινότητας, είτε μέσα στο πλαίσιο ενός υπάρχοντος κράτους, είτε εκτός αυτού (δικαίωμα της απόσχισης).
Πότε ένας «λαός» δικαιούται να θέσει ζήτημα αυτοδιάθεσης και ανεξαρτησίας; Στο διεθνές δίκαιο υπάρχει ευρεία συναίνεση στον ορισμό της έννοιας αυτής. «Ένας λαός, ως ομάδα που μπορεί να κατέχει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης υπάρχει μόνο όταν ζει σε μια διακριτή επικράτεια, όπου συνιστά την πλειοψηφία και όπου είναι ικανός να μιλά τη γλώσσα του, να αναπτύξει την κουλτούρα του, να καλλιεργήσει τις παραδόσεις του, ή να ασκήσει το ιδιαίτερο θρήσκευμά του.»(2)
Η UNESCO το 1989 σε συνάντηση ειδικών στο Παρίσι έδωσε τον παρακάτω ορισμό στην έννοια «λαός» από την σκοπιά του δικαιώματος της εθνικής αυτοδιάθεσης. Μια ομάδα μπορεί να αποκληθεί «λαός» με δικαίωμα αυτοδιάθεσης όταν διαθέτει τα παρακάτω γνωρίσματα:
α) κοινή ιστορική παράδοση
β) φυλετική ή εθνική ταυτότητα
γ) πολιτιστική ομοιογένεια
δ) γλωσσική ενότητα
ε) θρησκευτική ή ιδεολογική συγγένεια
στ) εδαφική σύνδεση
ζ) κοινή οικονομική ζωή
2. Η ομάδα πρέπει να είναι ενός ορισμένου αριθμού που δεν χρειάζεται να είναι μεγάλος (π.χ. οι άνθρωποι των μικρών κρατών) αλλά πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από μια απλή ένωση ατόμων μέσα σε ένα κράτος.
3. Η ομάδα ως σύνολο πρέπει να έχει τη βούληση να αναγνωρίζεται ως λαός ή να έχει συνείδηση ότι είναι λαός – επιτρέποντας σε ομάδες ή κάποια μέλη τέτοιας ανατροφής, αν και μοιράζονται τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά, να μην έχουν αυτή τη βούληση, τη συνείδηση, ή τη δυνατότητα.
4. Η ομάδα πρέπει να διαθέτει θεσμικά όργανα ή άλλα μέσα για να εκφράσει τα κοινά χαρακτηριστικά και τη θέλησή της για ταυτότητα.(3)
Αν θα θέλαμε λοιπόν να δώσουμε συμπυκνωμένα τα κυρίαρχα κοινά χαρακτηριστικά μιας ομάδας πληθυσμού, που της επιτρέπει να προσδιορίζεται ως «λαός» ή έθνος, θα λέγαμε πώς είναι τα εξής:
1. Κοινή εδαφική επικράτεια, όπου συνιστά την απόλυτη πλειοψηφία.
2. Κοινή επικρατούσα γλώσσα.
3. Κοινή οικονομική ζωή.
4. Κοινή εθνική κουλτούρα και ταυτότητα.
Τα γνωρίσματα αυτά δεν αποκλείουν την ύπαρξη στα πλαίσια του συγκεκριμένου λαού ή έθους, μειονοτήτων, θρησκευτικών ή άλλων, αλλά και εθνοτήτων διάσπαρτων στην εδαφική επικράτεια. Στην περίπτωση αυτών των μειονοτήτων ή εθνοτήτων δεν ισχύει το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης, αλλά ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους που αφορά στο σεβασμό από το κυρίαρχο έθνος των μειονοτικών γλωσσών, ή διαλέκτων, των παραδόσεων, των εθίμων και ηθών τους.
Πώς λοιπόν μπορεί να αρνείται το επίσημο κράτος σ’ ένα συγκροτημένο έθνος – με τα γνωρίσματα που αναφέραμε – το δικαίωμα αυτοδιάθεσης; Ή μήπως οι Καταλανοί δεν διαθέτουν τα παραπάνω γνωρίσματα στο σύνολό τους; Κάθε άλλο. Μάλιστα οι Καταλανοί είναι από τους πρώτους στην Ιβηρική χερσόνησο, που φρόντισαν να εκδηλώσουν το εθνικό τους συναίσθημα. Πολύ πριν τους ίδιους τους ίδιους τους Ισπανούς.
Στους Ισπανούς το εθνικό συναίσθημα άρχισε να συγκροτείται και να εκδηλώνεται έμπρακτα στους πολέμους εναντίον της Ναπολεόντειας κατάκτησης της Ισπανίας, αρχές του 19ου αιώνα. Αντίθετα, οι Καταλανοί διεκδικούν την εθνική τους ανεξαρτησία τουλάχιστον από τις αρχές του 17ου αιώνα με τις απανωτές εξεγέρσεις των αγροτών εναντίον της Ισπανικής μοναρχίας και φεουδαρχίας.
Οι Ισπανοί δεν κατόρθωσαν να ενοποιήσουν το έθνος τους στην εδαφική τους επικράτεια. Κι έτσι να ενσωματώσουν με τη θέλησή τους τα έθνη και τις εθνότητες που προσάρτησε ως κτήσεις η μοναρχία και η Καθολική εκκλησία. Η τελευταία ευκαιρία δόθηκε στους Ισπανούς με την επικράτηση της δημοκρατίας το 1931 και τον Ισπανικό εμφύλιο. Η επικράτηση του φασίστα Φράνκο αναίρεσε την πορεία ολοκλήρωσης του Ισπανικού έθνους. Κι έτσι το έθνος μετατράπηκε από υπόθεση του λαού σε αποκλειστική υπόθεση της απολυταρχικής εξουσίας με τη μορφή της κεντρικής κυβέρνησης. Αυτή καλείται να διαφυλάξει την «ενότητα της Ισπανίας», η οποία επί της ουσίας είναι η ενότητα των κτήσεων της παλιάς Ισπανικής μοναρχίας.
Πότε δόθηκε η δυνατότητα στους Καταλανούς να εκφραστούν ελεύθερα για το εθνικό τους ζήτημα; Η τελευταία φορά ήταν με την επικράτηση της δημοκρατίας το 1931 με την αναβίωση της Generalitat de Catalunya, δηλαδή της εθνικής συνέλευσης των Καταλανών. Τότε οι Καταλανοί είχαν αποφασίσει υπέρ της αυτονομίας εντός μιας δημοκρατικής Ισπανίας.
Όμως, ο Φράνκο κατέλυσε τη δημοκρατία στην Ισπανία με τα όπλα. Κι αυτό που εμφανίστηκε ως «μετάβαση στη δημοκρατία» μετά το θάνατο του Φράνκο το 1975, δεν είναι παρά η μετάβαση σε μια μορφή «κοινοβουλευτικής μοναρχίας» – όπως ορίζει το Σύνταγμα του 1978 – που μόνο κατ’ όνομα μοιάζει επί της ουσίας με τη δημοκρατία του 1936.
Επομένως, ούτε ιστορικά, ούτε εθνικά, ούτε πολιτικά, ούτε συνταγματικά έχει το δικαίωμα η κυβέρνηση της Μαδρίτης να αντιταχθεί στο αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα των Καταλανών να αποφασίσουν ελεύθερα το αν θέλουν, ή δεν θέλουν να παραμείνουν μέρους του υφιστάμενου Ισπανικού κράτους. Και το δικαίωμα αυτό σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με όρους καταστολής από την κεντρική εξουσία.
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία της όλης διεκδίκησης της ανεξαρτησίας σήμερα από την σκοπιά της επίσημης τοπικής κυβέρνησης της Καταλονίας. Δεν ενδιαφέρεται στο ελάχιστο για την ικανοποίηση ενός ιστορικού αιτήματος των Καταλανών. Ούτε θέλει στην πράξη την απόσχιση της Καταλονίας. Απλά εκμεταλλεύεται το εθνικό αίτημα των Καταλανών για να διεκδικήσει περισσότερα προνόμια από την κεντρική κυβέρνηση για την ίδια και τα οικονομικά συμφέροντα που εκπροσωπεί.
Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των Καταλανών μπορεί να το εκφράσει μόνο μια αληθινά δημοκρατική δύναμη, η οποία θα το διεκδικήσει έως το τέλος. Έως και την απόσχιση. Όχι μόνο την τυπική, αλλά και την ουσιαστική, που θα επιτρέψει στην Καταλονία και το λαό της να απαλλαγεί από τα δεσμά της υποδούλωσης στις τράπεζες, το ευρώ και τους εξαγορασμένους, ή εξαγοράσιμους πολιτικούς τους.
Ο Δημήτρης Καζάκης είναι Γενικός Γραμματέας του Ε.ΠΑ.Μ.
Εποχή Φράνκο αναβιώνει στην Καταλονία. Η ισπανική εθνοφυλακή εισέβαλε σε κυβερνητικά κτίρια συνέλαβε αξιωματούχους και κατάσχεσε ψηφοδέλτια για το δημοψήφισμα ανεξαρτησίας, πού είχε προκηρυχθεί για την 1η Οκτωβρίου. Ανήμερα του δημοψηφίσματος, η εθνοφυλακή κατέλαβε με τη βία πολλά εκλογικά τμήματα και κατάσχεσε τις κάλπες. Την ίδια ώρα χρησιμοποίησε έως και πλαστικές σφαίρες προκειμένου να αντιμετωπίσει τους διαδηλωτές. Πάνω από 800 αναφέρονται τα θύματα της καταστολής.
Η Guardia Civil, που η κυβέρνηση Ραχόι ξαμόλησε εναντίον των Καταλανών, δεν είναι ένα απλό σώμα αστυνομικής καταστολής. Στην πραγματικότητα είναι ένα παραστρατιωτικό σώμα. Είναι η παλαιότερη υπηρεσία επιβολής του νόμου στην Ισπανία και συνδέεται ιστορικά με την προστασία του θρόνου και της μοναρχίας. Πρόκειται επί της ουσίας για στρατιωτική δύναμη επιφορτισμένη με αστυνομικά καθήκοντα υπό την εξουσία τόσο του Υπουργείου Εσωτερικών όσο και του Υπουργείου Άμυνας.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Φράνκο το σώμα αυτό διακρίθηκε ως σύμβολο της φασιστικής καταστολής του καθεστώτος. Η Βαρκελώνη και η Καταλονία γενικότερα γεύτηκε ιδιαίτερα τη δράση αυτού του σώματος επί Φράνκο, όπου το φασιστικό καθεστώς επέβαλε αιματηρές μαζικές εκκαθαρίσεις προκειμένου να κατασταλεί το δημοκρατικό φρόνημα, αλλά και το εθνικό συναίσθημα των Καταλανών.
Μετά τη λεγόμενη «μετάβαση στη δημοκρατία» το 1978, το σώμα αυτό αναδιοργανώθηκε και διατηρήθηκε ως πραιτοριανοί της κεντρικής κυβέρνησης. Δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν άλλο θεσμό εκτός κυβέρνησης, ούτε ελέγχεται από κανέναν άλλο, εκτός από τα υπουργεία άμυνας και εσωτερικών. Η δράση του, αλλά και η συγκρότησή του είναι απόρρητα ακόμη και από την επίσημη βουλή της Ισπανίας.
Το ποιόν αυτού του παραστρατιωτικού σώματος γίνεται φανερό αν θυμηθεί κανείς ότι στις 23 Φεβρουαρίου 1981, ο Antonio Tejero Molina, συνταγματάρχης της Guardia Civil, ηγήθηκε στο αποτυχημένο πραξικόπημα εκείνης της εποχής. Μαζί με 200 μέλη της Guardia Civil, κατέλαβε το κτήριο των Cortes (ισπανική βουλή) σε ζωντανή μετάδοσή από την Ισπανική τηλεόραση. Το πραξικόπημα υποτίθεται ότι κατέρρευσε εντός λίγων ωρών ύστερα από τηλεοπτικό διάγγελμα του βασιλιά Juan Carlos, ο οποίος εμφανίστηκε να καταγγέλλει ρητά το πραξικόπημα.
Ήταν το απαραίτητο προοίμιο έτσι ώστε η Ισπανία να προσχωρήσει στην τότε ΕΟΚ την 1η Ιανουαρίου 1986 μαζί με την Πορτογαλία. Η ΕΟΚ τότε έγινε η «Ευρώπη των Δώδεκα» και άρχισε να ετοιμάζεται για ΟΝΕ. Η διαδικασία προσχώρησης της Πορτογαλίας και της Ισπανίας ήταν πιο μακρά και δύσκολη από αυτή της Ελλάδας όχι μόνο λόγω των σημαντικών οικονομικών συμφερόντων και της βαρύτητας της ισπανικής οικονομίας, αλλά και των κοινωνικών αντιστάσεων. Χάρις στην επιχείρηση του πραξικοπήματος από την Guardia Civil, η Ισπανία τέθηκε σε τροχιά ένταξης προκειμένου να «προστατευτεί η δημοκρατία» εντός της ΕΟΚ.
Από τότε ο πολιτικός ρόλος της Guardia Civil έχει αλλάξει ελάχιστα επί της ουσίας. Ανάμεσα στις αρμοδιότητές του είναι επιβολή του νόμου σε ολόκληρη την ισπανική επικράτεια, εξαιρουμένων των πόλεων άνω των 20.000 κατοίκων. Τώρα πώς γίνεται και επενέβη στην Βαρκελώνη και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα της Καταλονίας, ρωτήστε τον κ. Ραχόι. Ταυτόχρονα διαθέτει μονάδα υψηλού κινδύνου και ειδικών αποστολών (UEI), που αναλαμβάνει ειδικές αποστολές όχι μόνο εντός Ισπανίας, αλλά και εκτός στα πλαίσια στρατιωτικών αποστολών στο εξωτερικό υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ, αλλά και χωρίς.
Η κυβέρνηση Ραχόι είχε προειδοποιήσει τους Καταλανούς ότι δεν θα επιτρέψει το δημοψήφισμα. Έβαλε μάλιστα το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας να το κηρύξει παράνομο με βάση το Σύνταγμα του 1978 και προετοίμασε την καταστολή με τα μέσα και τον τρόπο που εφαρμοζόταν πάντα στην Ισπανία. Ειδικά όταν η κεντρική εξουσία αντιμετώπιζε τις εθνικές διεκδικήσεις της Καταλονίας, της Βασκίας, της Γαλικίας.
«Σταματήστε αυτή την κλιμάκωση του ριζοσπαστισμού και της ανυπακοής για πάντα», ανέφερε ο Ραχόι σε τηλεοπτική δήλωση την Τετάρτη 20/9 καθώς οι διαδηλωτές στην Καταλονία απαντούσαν με τεράστιες σε όγκο διαδηλώσεις στην επέμβαση της εθνοφυλακής. Ριζοσπαστισμός και ανυπακοή; Ο Ραχόι μίλησε ως τυπικός εκπρόσωπος του κατακτητή της Καταλονίας.
Επιβεβαίωσε δηλαδή με τα λόγια και έργα του ότι η Καταλονία θεωρείται κτήση του Ισπανικού στέμματος, του Ισπανικού κράτους. Κι έτσι αντιμετωπίζεται.
Έχει το δικαίωμα η Καταλονία να προχωρήσει σε δημοψήφισμα προκειμένου να αποφασίσει ελεύθερα ο λαός της για το αν θα αποσπαστεί από την Ισπανία ή όχι; Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ισπανίας, όχι, το οποίο καθορίζει ότι η Ισπανία είναι αδιαίρετη. Έστω κι αν αναγνωρίζει στην Καταλονία, αλλά και σε άλλες εθνικές περιοχές της Ισπανίας το καθεστώς της «αυτονομίας».
Το 1979 ιδρύεται η αυτόνομη κοινότητα της Καταλονίας. Το 2006, η Καταλονία αναγνωρίστηκε επίσημα ως «έθνος» και έλαβε το ίδιο επίπεδο φορολογικής ευθύνης με την ισπανική κεντρική κυβέρνηση. Χαράς ευαγγέλια για την πολιτική και οικονομική ελίτ της Καταλονίας, η οποία έτσι αποκτούσε ειδικά προνόμια έναντι του πληθυσμού της Καταλονίας.
Όμως, το συνταγματικό δικαστήριο της Ισπανίας περιόρισε σημαντικά μέρη αυτού του καθεστώτος αυτονομίας το 2010, προκειμένου να ενισχυθεί ο δημοσιονομικός ρόλος της κεντρικής κυβέρνησης για να προχωρήσει στη διάσωση των τραπεζών και του ευρώ. Πώς αλλιώς θα μπορούσε η κεντρική κυβέρνηση να επιβάλλει το καθεστώς μνημονίων από την Ευρωζώνη, χωρίς να μπορεί η Καταλονία να αρνηθεί την εφαρμογή των δημοσιονομικών μέτρων άγριας λιτότητας υπέρ των τραπεζών;
Έτσι το συνταγματικό δικαστήριο υποβάθμισε τους Καταλανούς από «έθνος» σε «εθνότητα» και επομένως η Καταλονία δεν συνιστούσε, από μόνη της, «έθνος».
Έχουν σημασία όλα αυτά; Και βέβαια έχουν. Πρώτα-πρώτα το ίδιο το επίσημο κράτος της Ισπανίας έχει αναγνωρίσει τους Καταλανούς ως συγκροτημένο έθνος ή εθνικότητα. Του έχει αναγνωρίσει το δικαίωμα στην «αυτονομία», αλλά όχι στην εθνική αυτοδιάθεση, που συμπεριλαμβάνει και το δικαίωμα στην απόσχιση. Γιατί; Διότι θεωρεί ότι οι Καταλανοί είναι κατακτημένο έθνος από τους Ισπανούς κι επομένως δεν έχουν δικαίωμα εθνικής αυτοδιάθεσης.
Αυτό στην ουσία επικαλείται και η κυβέρνηση Ραχόι. Το ιστορικό δικαίωμα της κατάκτησης ενός συγκροτημένου έθνους ή εθνότητας, το οποίο κατάγεται από την εποχή της επιβολής της απόλυτης μοναρχίας στην Ιβηρική χερσόνησο τον 12ο αιώνα. Να γιατί διατηρείται ακόμη και σήμερα ο θρόνος και ο βασιλιάς στην Ισπανία ως εκπρόσωπος της ενότητας του έθνους. Το γεγονός ότι το ιστορικό δικαίωμα αυτό έχει αποκτήσει και συνταγματική κατοχύρωση με το Σύνταγμα του 1978, δεν αλλάζει επί της ουσίας τίποτε απολύτως.
Αν λοιπόν έχει δίκιο η κυβέρνηση της Μαδρίτης, τότε γιατί είχε άδικο η αυτοκρατορική κυβέρνηση της Αυστρο-Ουγγαρίας όταν αρνιόταν το δικαίωμα εθνικής αυτοδιάθεσης στις εθνότητες και τα έθνη υπό την κυριαρχία της; Μιλάμε για την Αυστρο-Ουγγαρία γιατί είχε κι αυτή αναγνωρίσει καθεστώς «αυτονομίας» στις εθνότητες και τα έθνη της αυτοκρατορίας της.
Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για όλες τις αυτοκρατορίες του μεσοπολέμου, όπου, ακόμη και η Κοινωνία των Εθνών, αναγνώρισε το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης στα συγκροτημένα έθνη και εθνότητες προκειμένου να συγκροτήσουν τα δικά τους κράτη. Όπως επίσης το ίδιο ισχύει και για τις αποικιακές αυτοκρατορίες μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Τι ήταν αυτό που οδήγησε στην αναγνώριση του δικαιώματος της εθνικής αυτοδιάθεσης εθνών, εθνοτήτων και λαών με τη συγκρότηση δικών τους κρατών, ακόμη κι αν οι μητροπόλεις τους είχαν αναγνωρίσει καθεστώς «αυτονομίας» ή home rule;
Καταρχάς, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ορισμένες έννοιες. Τι είναι αυτό το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης, το οποίο μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο απέκτησε καθεστώς jus cogens στο διεθνές δίκαιο ως αφετηρία όλων των άλλων ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Η αυτοδιάθεση των λαών συνεπάγεται το δικαίωμα μονομερώς για αλλαγή του καθεστώτος μιας επικράτειας μέσω μιας πράξης βούλησης του πληθυσμού ολόκληρης αυτής της επικράτειας.
Με αυτό τον τρόπο, η αυτοδιάθεση των λαών διαφέρει από το δικαίωμα ενός πληθυσμού να συν-καθορίσει το μέλλον ενός τμήματος της επικράτειας μέσω ενός δημοψηφίσματος που σημειώθηκε παραπάνω. Αυτός ο τελευταίος τύπος «αυτοδιάθεσης» είναι επικουρικός σε μια απόφαση των κρατών να πραγματοποιήσουν αλλαγές επί της επικράτειας. Ένας πληθυσμός απορρίπτει ή επικυρώνει την απόφαση των εμπλεκόμενων κρατών. Η αυτοδιάθεση των λαών, από την άλλη πλευρά, είναι ένα πρωτότυπο, πρωτογενές δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται στον «λαό». Το αν το εμπλεκόμενο κράτος ευνοεί κάθε είδους τέτοια εδαφική αλλαγή είναι ασήμαντο, είναι εντελώς δευτερεύον. Η ελεύθερη άσκηση της θέλησης του «λαού» όπως αυτός ορίστηκε είναι αποφασιστική και ως δικαίωμα αναπαλλοτρίωτη.
Επομένως το δικαίωμα αυτοδιάθεσης είναι «…το δικαίωμα να αποφασίζει για την πολιτική του κατάσταση ένας λαός και τη θέση του στη διεθνή κοινότητα σε σχέση με άλλα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος της απόσχισης από την υπάρχουσα κατάσταση της οποίας η ομάδα είναι ένα μέρος και της δημιουργίας ενός νέου ανεξάρτητου κράτους.» Έτσι όρισε το δικαίωμα η UNESCO το 1998.(1)
Στον πυρήνα της, η αυτοδιάθεση σημαίνει απλώς ότι οι άνθρωποι, ατομικά και ως ομάδες, θα πρέπει να ελέγχουν τις δικές τους τύχες και ότι θα πρέπει οι ίδιοι να αποφασίζουν ελεύθερα τους θεσμούς της δικής τους διακυβέρνησης. Η αυτοδιάθεση έχει τις ρίζες της και εξακολουθεί να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κεντρική έννοια της δημοκρατίας, που σημαίνει ότι κάθε «λαός» έχει το δικαίωμα να επιλέγει το ποιος θέλει να τον κυβερνά και να συμμετέχει άμεσα στη λήψη αποφάσεων. Με αυτή την έννοια, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης είναι ταυτόχρονα δικαίωμα επιλογής και δικαίωμα συμμετοχής. Αλλά η άσκηση αυτοδιάθεσης μπορεί επίσης να περιλαμβάνει την επιλογή ενός λαού να κυβερνάται από τους ηγέτες της δικής του κοινότητας, είτε μέσα στο πλαίσιο ενός υπάρχοντος κράτους, είτε εκτός αυτού (δικαίωμα της απόσχισης).
Πότε ένας «λαός» δικαιούται να θέσει ζήτημα αυτοδιάθεσης και ανεξαρτησίας; Στο διεθνές δίκαιο υπάρχει ευρεία συναίνεση στον ορισμό της έννοιας αυτής. «Ένας λαός, ως ομάδα που μπορεί να κατέχει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης υπάρχει μόνο όταν ζει σε μια διακριτή επικράτεια, όπου συνιστά την πλειοψηφία και όπου είναι ικανός να μιλά τη γλώσσα του, να αναπτύξει την κουλτούρα του, να καλλιεργήσει τις παραδόσεις του, ή να ασκήσει το ιδιαίτερο θρήσκευμά του.»(2)
Η UNESCO το 1989 σε συνάντηση ειδικών στο Παρίσι έδωσε τον παρακάτω ορισμό στην έννοια «λαός» από την σκοπιά του δικαιώματος της εθνικής αυτοδιάθεσης. Μια ομάδα μπορεί να αποκληθεί «λαός» με δικαίωμα αυτοδιάθεσης όταν διαθέτει τα παρακάτω γνωρίσματα:
α) κοινή ιστορική παράδοση
β) φυλετική ή εθνική ταυτότητα
γ) πολιτιστική ομοιογένεια
δ) γλωσσική ενότητα
ε) θρησκευτική ή ιδεολογική συγγένεια
στ) εδαφική σύνδεση
ζ) κοινή οικονομική ζωή
2. Η ομάδα πρέπει να είναι ενός ορισμένου αριθμού που δεν χρειάζεται να είναι μεγάλος (π.χ. οι άνθρωποι των μικρών κρατών) αλλά πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από μια απλή ένωση ατόμων μέσα σε ένα κράτος.
3. Η ομάδα ως σύνολο πρέπει να έχει τη βούληση να αναγνωρίζεται ως λαός ή να έχει συνείδηση ότι είναι λαός – επιτρέποντας σε ομάδες ή κάποια μέλη τέτοιας ανατροφής, αν και μοιράζονται τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά, να μην έχουν αυτή τη βούληση, τη συνείδηση, ή τη δυνατότητα.
4. Η ομάδα πρέπει να διαθέτει θεσμικά όργανα ή άλλα μέσα για να εκφράσει τα κοινά χαρακτηριστικά και τη θέλησή της για ταυτότητα.(3)
Αν θα θέλαμε λοιπόν να δώσουμε συμπυκνωμένα τα κυρίαρχα κοινά χαρακτηριστικά μιας ομάδας πληθυσμού, που της επιτρέπει να προσδιορίζεται ως «λαός» ή έθνος, θα λέγαμε πώς είναι τα εξής:
1. Κοινή εδαφική επικράτεια, όπου συνιστά την απόλυτη πλειοψηφία.
2. Κοινή επικρατούσα γλώσσα.
3. Κοινή οικονομική ζωή.
4. Κοινή εθνική κουλτούρα και ταυτότητα.
Τα γνωρίσματα αυτά δεν αποκλείουν την ύπαρξη στα πλαίσια του συγκεκριμένου λαού ή έθους, μειονοτήτων, θρησκευτικών ή άλλων, αλλά και εθνοτήτων διάσπαρτων στην εδαφική επικράτεια. Στην περίπτωση αυτών των μειονοτήτων ή εθνοτήτων δεν ισχύει το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης, αλλά ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους που αφορά στο σεβασμό από το κυρίαρχο έθνος των μειονοτικών γλωσσών, ή διαλέκτων, των παραδόσεων, των εθίμων και ηθών τους.
Πώς λοιπόν μπορεί να αρνείται το επίσημο κράτος σ’ ένα συγκροτημένο έθνος – με τα γνωρίσματα που αναφέραμε – το δικαίωμα αυτοδιάθεσης; Ή μήπως οι Καταλανοί δεν διαθέτουν τα παραπάνω γνωρίσματα στο σύνολό τους; Κάθε άλλο. Μάλιστα οι Καταλανοί είναι από τους πρώτους στην Ιβηρική χερσόνησο, που φρόντισαν να εκδηλώσουν το εθνικό τους συναίσθημα. Πολύ πριν τους ίδιους τους ίδιους τους Ισπανούς.
Στους Ισπανούς το εθνικό συναίσθημα άρχισε να συγκροτείται και να εκδηλώνεται έμπρακτα στους πολέμους εναντίον της Ναπολεόντειας κατάκτησης της Ισπανίας, αρχές του 19ου αιώνα. Αντίθετα, οι Καταλανοί διεκδικούν την εθνική τους ανεξαρτησία τουλάχιστον από τις αρχές του 17ου αιώνα με τις απανωτές εξεγέρσεις των αγροτών εναντίον της Ισπανικής μοναρχίας και φεουδαρχίας.
Οι Ισπανοί δεν κατόρθωσαν να ενοποιήσουν το έθνος τους στην εδαφική τους επικράτεια. Κι έτσι να ενσωματώσουν με τη θέλησή τους τα έθνη και τις εθνότητες που προσάρτησε ως κτήσεις η μοναρχία και η Καθολική εκκλησία. Η τελευταία ευκαιρία δόθηκε στους Ισπανούς με την επικράτηση της δημοκρατίας το 1931 και τον Ισπανικό εμφύλιο. Η επικράτηση του φασίστα Φράνκο αναίρεσε την πορεία ολοκλήρωσης του Ισπανικού έθνους. Κι έτσι το έθνος μετατράπηκε από υπόθεση του λαού σε αποκλειστική υπόθεση της απολυταρχικής εξουσίας με τη μορφή της κεντρικής κυβέρνησης. Αυτή καλείται να διαφυλάξει την «ενότητα της Ισπανίας», η οποία επί της ουσίας είναι η ενότητα των κτήσεων της παλιάς Ισπανικής μοναρχίας.
Πότε δόθηκε η δυνατότητα στους Καταλανούς να εκφραστούν ελεύθερα για το εθνικό τους ζήτημα; Η τελευταία φορά ήταν με την επικράτηση της δημοκρατίας το 1931 με την αναβίωση της Generalitat de Catalunya, δηλαδή της εθνικής συνέλευσης των Καταλανών. Τότε οι Καταλανοί είχαν αποφασίσει υπέρ της αυτονομίας εντός μιας δημοκρατικής Ισπανίας.
Όμως, ο Φράνκο κατέλυσε τη δημοκρατία στην Ισπανία με τα όπλα. Κι αυτό που εμφανίστηκε ως «μετάβαση στη δημοκρατία» μετά το θάνατο του Φράνκο το 1975, δεν είναι παρά η μετάβαση σε μια μορφή «κοινοβουλευτικής μοναρχίας» – όπως ορίζει το Σύνταγμα του 1978 – που μόνο κατ’ όνομα μοιάζει επί της ουσίας με τη δημοκρατία του 1936.
Επομένως, ούτε ιστορικά, ούτε εθνικά, ούτε πολιτικά, ούτε συνταγματικά έχει το δικαίωμα η κυβέρνηση της Μαδρίτης να αντιταχθεί στο αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα των Καταλανών να αποφασίσουν ελεύθερα το αν θέλουν, ή δεν θέλουν να παραμείνουν μέρους του υφιστάμενου Ισπανικού κράτους. Και το δικαίωμα αυτό σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με όρους καταστολής από την κεντρική εξουσία.
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία της όλης διεκδίκησης της ανεξαρτησίας σήμερα από την σκοπιά της επίσημης τοπικής κυβέρνησης της Καταλονίας. Δεν ενδιαφέρεται στο ελάχιστο για την ικανοποίηση ενός ιστορικού αιτήματος των Καταλανών. Ούτε θέλει στην πράξη την απόσχιση της Καταλονίας. Απλά εκμεταλλεύεται το εθνικό αίτημα των Καταλανών για να διεκδικήσει περισσότερα προνόμια από την κεντρική κυβέρνηση για την ίδια και τα οικονομικά συμφέροντα που εκπροσωπεί.
Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των Καταλανών μπορεί να το εκφράσει μόνο μια αληθινά δημοκρατική δύναμη, η οποία θα το διεκδικήσει έως το τέλος. Έως και την απόσχιση. Όχι μόνο την τυπική, αλλά και την ουσιαστική, που θα επιτρέψει στην Καταλονία και το λαό της να απαλλαγεί από τα δεσμά της υποδούλωσης στις τράπεζες, το ευρώ και τους εξαγορασμένους, ή εξαγοράσιμους πολιτικούς τους.
Ο Δημήτρης Καζάκης είναι Γενικός Γραμματέας του Ε.ΠΑ.Μ.